συφοριάζω

συφοριάζω
Ν [συ(μ)φορά]
1. ρίχνω κάποιον σε συμφορά, τόν κάνω να δυστυχήσει
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συφοριασμένος, -η, -ο
δυστυχισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συφόριασμα — το, Ν [συφοριάζω] δυστυχία, καταστροφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”